φαρμακος

φαρμακος
    φαρμακός
    φαρμᾰκός
    ὅ
    1) чародей или отравитель NT.
    2) очистительная жертва Arph.
    3) бран. нечисть, осквернитель, негодяй Lys., Arph., Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαρμακος" в других словарях:

  • φαρμακός — one sacrificed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακος — poisoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακος — ὁ, ἡ, Α δηλητηριαστής ή μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. τού φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακός — ὁ, ΜΑ κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμα αρχ. 1. απόβρασμα τής κοινωνίας, κακούργος 2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί (στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τούς …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοί — φαρμακός one sacrificed masc/fem nom/voc pl φαρμακόω medicate pres subj mp 2nd sg φαρμακόω medicate pres ind mp 2nd sg φαρμακόω medicate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακούς — φαρμακός one sacrificed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακέ — φαρμακός one sacrificed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακόν — φαρμακός one sacrificed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκους — φάρμακος poisoner masc acc pl φαρμακόω medicate imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακοι — φάρμακος poisoner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριφάρμακος — ον, Μ μτφ. (σχετικά με την κενοδοξία, αλαζονεία και ζηλοτυπία) αυτός που περιέχει τρία δηλητήρια («ἡ τρίσειρος ἅλυσις τῶν κακῶν, το τριφάρμακον κέρασμα τῶν παθῶν, ἡ τριττὴ γλώττα τῶν αἱρετικῶν», Νειλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάρμακος (<… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»